λευκιτίτης

λευκιτίτης
Ηφαιστειακό πέτρωμα διείσδυσης, με κύρια συστατικά λευκίτη και πυροξένους. Άλλα συστατικά είναι ο νεφελίνης, ο ολιβίνης, το ορθόκλαστο, ο βιοτίτης, ο μελίλιθος κ.ά. Γι’ αυτό, η χημική του σύσταση χαρακτηρίζεται από το υψηλό ποσοστό τού Κ2Ο (5-10%) και από μια αξιοσημείωτη βασικότητα. Ο ιστός είναι συνήθως πορφυριτικός, με συχνά αξιόλογη ανάπτυξη φαινοκρυστάλλων λευκίτη. Οι λ. αντιπροσωπεύονται σε αφθονία μέσα στις λάβες που είναι διασκορπισμένες στην κεντρική Ιταλία. Όταν η εκατοστιαία αναλογία του ολιβίνη αυξάνεται, οι λ. μεταπίπτουν σταδιακά σε λευκιτικούς βασάλτες, οι οποίοι αφθονούν σε διάφορες περιοχές της κεντρικής Ευρώπης. Οι λ. χρησιμοποιούνταν από παλιά για τη λιθόστρωση των δρόμων, ειδικότερα στη Ρώμη. Δείγμα λευκιτίτη, ηφαιστειακού πετρώματος, το οποίο χρησιμοποιούσαν παλιά για τη λιθόστρωση των δρόμων.
* * *
ο
(πετρογρ.) ηφαιστειακό εκρηξιγενές πέτρωμα, το χρώμα τού οποίου ποικίλλει από τεφρό ώς σχεδόν μαύρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. leucitite < απηρχαιωμένο γερμ. leucitit < απηρχαιωμένο γερμ. leucite (< σημερ. leuzit) < leuc- (< λευκός) + κατάλ. -ite].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λευκός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 28 κάτ.) της Καρπάθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καρπάθου του νομού Δωδεκανήσου. * * * ή, ό (AM λευκός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού χιονιού ή τού γάλακτος, άσπρος (α. «ήλθε ντυμένη με λευκά ρούχα»… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”